θαλάσσιος

θαλάσσιος
θᾰλάσσ-ιος, later [dialect] Att. [suff] θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT236: ([etym.] θάλασσα):—
A of, in, on, or from the sea,

οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614

;

κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67

;

θ. βίος Archil.51

;

χέλυς Alc.51

; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28;

Χάριτες Lyr.Adesp.85.11

; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl.396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd.298d, Arist.HA487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers.558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).
2 skilled in the sea, nautical, Hdt.7.144; γεωργοὶ καὶ οὐ θ. Th.1.142.
3 like the sea, in colour,

τῇ χρόᾳ Plu.2.395b

; = ἁλουργής, στρώματα D.S.34/5.2.35.
II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαλάσσιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα: Θαλάσσια αύρα. – Θαλάσσιες συγκοινωνίες. – Θαλάσσιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλάσσιος ελέφας — Βλ. λ. ελέφαντας, θαλάσσιος …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος λέων — Βλ. λ. λιοντάρι της θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… …   Dictionary of Greek

  • θαλάττιον — θαλάσσιος of masc acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) θαλάσσιος of masc/fem acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττίων — θαλάσσιος of fem gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/neut gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/fem/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσιδίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl θαλασσίδιος fem gen pl θαλασσίδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίδιον — θαλάσσιος of masc acc sg θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg θαλασσίδιος masc acc sg θαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”